Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Ζήτημα φωτός


Στο μικρό μου δαχτυλάκι να τυλίξω το είναι σου. Γύρω γύρω σα κόκκινη κλωστή δεμένη να διπλώσω γύρω μου την πρώτη σου σελίδα. Κι ύστερα αργά, με κινήσεις νωχελικές να κάνω κουβάρι τα απωθημένα σου. Μέσα μου να κλειστείς σα παραμύθι παιδικό σε ενός ονείρου τίτλο. Ουραγός της απύθμενης πραγματικότητας να γίνεις σε καλά κλεισμένο βαζάκι. Σε απόσταγμα να μεταμορφωθείς του πιο γλυκόπιοτου αναστεναγμού.

Μπροστά σου θα λικνιστώ αφοριζόμενη τα όχι μου, βάζοντας φωτιά στα μη. Με λυτά μαλλιά θα γείρω μπρος στα χάδια σου. Σύννεφο θα στάξω να γίνει της ομίχλης σου το αποτύπωμα τατουάζ στα δυο μου χείλη. Με ένα φιλί να συνεφέρω τα ατοπήματά σου. Δικός μου να δηλώσεις σε μιας μάχης την ήττα με ιδία θέληση. Κι ύστερα να παραδώσω ακόμη ένα μου όπλο στα γυμνά σου πόδια.

Ψηλά τακούνια να γλύψεις, εραστή των φόβων μου. Λευκό λαιμό να δαγκώσεις στο όνομα της νιότης σου. Ρόγα να στύψεις στης γλώσσα σου το διάδρομο. Υγρής απόλαυσης το δόσιμο να ρουφήξεις μέχρι την τελευταία της σταγόνα. Με χορό άνευ πέπλων θα σου χαρίσω την αγρύπνια μου.

Αφρίζον νάμα σου προσφέρω, αγαπημένε, να μεταλάβεις το γιατί. Μονορούφι να καταπιείς τα χνάρια του τέρατος που σε έχει πάρει στο κατόπι κι ύστερα να εξατμίσεις της βροχής τους ψίθυρους. Στεφάνι να γίνουν πάνω στα βλέφαρά μας. Λέξη πηχτή με στάλες αίμα. Δεσμός ανεξίτηλος στου πόθου τα αγρίμια. Ναι, φαντασία μου. Δικιά σου μέχρι το ξημέρωμα μιας ακόμη περιέργειας. Έτσι κι αλλιώς θα συνεχίζω να σου λέω πως το αύριο…

…είναι ζήτημα φωτός…

.

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Σπαρμένος άνοιξη



Στης γωνιάς την άκρη επανέρχομαι φορώντας τι σ’ αρέσει να κοιτάς. Στο μάκρος εκείνο όπου η κόψη του ματιού αγγίζει με μια υποψία σκισμένου αναστεναγμού. Στης θηλιάς μου το γιατί, ξεχειλώνω ακόμη μια αλλαγμένη χαραγματιά. Να γίνει μνήμη. Να γίνει θύμηση. Ανάμνησης πιοτό σε χείλη διψασμένα. Τα στήθη μου στων απολήξεών το άγγιγμα, πηλός έτοιμος για πλάση. Απόψε, θα φτιάξεις το άγαλμα του δικού σου ονείρου.

Χαμένη στης καρέκλας το μαντέμι, κρύο φαντάζει το κορμί μου στης αλλαγής το γέρμα. Ανατριχίλες διαπεραστικές οι πτυχές των βλεφάρων. Χαμένοι ορίζοντες που βυθίζεις τα ναυάγια των παθών. Κι ανοίγω δρόμο να διαβείς ως ιχνηλάτης σε τόπο ανεξερεύνητο. Θαρρείς δεν περίμενα τον ερχομό σου? Νομίζεις δεν αισθάνθηκα το ξύπνημα του αγγέλου σου? Πιστεύεις δεν αγωνιούσα για το τόλμημά σου? Έλα ως άρχοντας και φύγε σαν οδοιπόρος. Ακούμπα και οσμίσου. Και πάνω μου γείρε να ξαποστάσεις.

Τα πόδια ανοίγω σε μετωπική συνουσία με το χρίσμα σου. Θα διώξεις το χάλασμα που σ’ έφτιαξε αγρό ακαρποφόρητο? Θα αφήσεις πίσω το λιβάδι το ξέστρωτο ή θα πεθυμήσεις το μοναχικό? Θα θελήσεις να βάλεις το ένα βήμα μπροστά από το άλλο σε χορογραφία ανυπόγραφη? Ή θα διστάσεις να κοπείς και να ματώσεις? Η σκέψη μου, προδίδει την επιθυμία της αρπαγής. Κυρίευσέ με, σου φωνάζει. Και αναρωτιέμαι αν τα μάτια κλείνεις δήθεν για να ακούς λιγότερο.

Σαν έρθει η στιγμή που τα νύχια σου μπήξεις στο λευκό δέρμα των γοφών, ίσως και να τελειώσεις ετούτο το βιβλίο. Ίσως πάρεις στα χέρια τον τόμο με τις ζωγραφιές που σαν παιδί με τα κραγιόνια σου μουτζούρωνες. Κι ίσως έτσι διαπεράσεις τον κόσμο των στενάχωρων περιορισμών και μεταβείς άυλος και αυθύπαρκτος σε χώρο απλωμένο με χιλιάδες μυστικά. Μα όχι σαν αυτά που έχεις συνηθίσει να ακούς ως φωνές από το πουθενά. Ετούτα θα είναι ανασαιμιάς αναγεννημένος ψίθυρος…

… σπαρμένος άνοιξη…




Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Εικόνα μου είναι



Τυλιγμένη με αποκαΐδια παραμένω στο ακίνητο. Δε γνέφω στο άπειρο ετούτη τη φορά, μα στεγνά αναμένω το απροσάρμοστο. Βουβά ωρύομαι χωρίς να αποτινάζω. Καινούργιες λαχτάρες φορτώνομαι κατασκευάζοντας άκοπες αναμνήσεις. Και προσπερνώ αυτό που λένε τώρα χωρίς καν να το αφήσω να υπάρξει. Ο δράκος μου γελά γιατί γνωρίζει πως έτσι τον θεριεύω και γίνεται φλογοβόλος εραστής της ανύπαρκτης πλέον πεθυμιάς μου.

Τι όμορφος που είναι με κείνες τις φτερούγες που σαν τις ανοίξει στάζει βροχή στα χρώματα του τόξου της αναλαμπής. Τι θεσπέσια τρομερός που γίνεται όταν με κοιτά με κείνους τους κεραυνούς που χορεύουν στα βλέφαρά του και τι δύναμη αποπνέει η στάση του. Ρωμαλέα και σταθερή. Βαριά και λάγνα. Κοφτερή ως αυθυποβολής τέχνασμα σε χρόνο γαλανό. Και εξακολουθώ να ανακυκλώνομαι, λες, για να τον κάνω περισσότερο θεριό.

Παρασυρόμενη σε μια καταδίκη άνευ προηγουμένου, χώρο του κάνω στο κρεβάτι. Εκεί, στη μέση που το ποτάμι είναι βαθύ. Εκεί που η μεσαία γραμμή ακόμη υπάρχει. Εκεί που είναι χαραγμένο το συναίσθημα της διαχωριστικής μετωπικής του ζεστού και του κρύου. Κι εκείνος απλώνεται κι αναστενάζει. Τεντώνεται και πλησιάζει. Περιμένει να αρχίσω το τρέμουλο. Και με κυριεύει. Το ξέρει καλά πως όταν επεμβαίνει την κατάλληλη στιγμή, με κάνει ό,τι θέλει. Χωρίς ανάσα αφήνομαι σε ένα βύθισμα που το ρουφά. Και ολοένα τον θεριεύει. Ζει απ’ τις πνοές, τους στεναγμούς, τα κλειστά τα μονοπάτια μου. Πίνει τους φόβους, τα ανείπωτα και τα παράλογά μου. Κι ύστερα κοιμάται ικανοποιημένος για το κατόρθωμά μου.

Δεν του έχω όνομα ετούτου του δράκου. Ενώ συνήθως ονοματίζω τα αποκτήματά μου, τούτο είναι αφημένο στο απροσδιόριστο. Ίδιο παραμένει χωρίς ν’ αλλάζει μορφές. Μόνο παίρνει μια φολίδα παραπάνω με κάθε νέα του κατάκτηση. Και σα ν’ αποκτά μια αστραπή καινούργια το βλέμμα του. Ναι, δεν έχει νόημα να του δώσω όνομα. Έτσι κι αλλιώς…

…εικόνα μου είναι…